ινωμάτωση

ινωμάτωση
Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ινωδών όγκων σε πολλά σημεία ενός οργάνου του σώματος, ενώ ταυτόχρονα ατροφεί το παρέγχυμα. Περισσότερο συνηθισμένες είναι οι ι. του δέρματος και της μήτρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παροδοντίωμα — το ιατρ. ογκοειδής υπερπλασία τού παροδοντίου, εντοπισμένη (επουλίτιδα) ή γενική (ινωμάτωση ή ελεφαντίαση τών ούλων) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”